αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
απόσχιση — η (AM ἀπόσχισις) βίαιη απόσπαση, αποχωρισμός νεοελλ. η αποχώρηση κάποιου από την πολιτική παράταξη στην οποία ανήκει ή η μεταπήδηση του σε άλλη πολιτική παράταξη, η αποσκίρτηση αρχ. (για φλέβες) διαίρεση, διακλάδωση … Dictionary of Greek
εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται … Dictionary of Greek
μετάβαση — η (ΑM μετάβασις) [μεταβαίνω] 1. η αλλαγή θέσης, η μετατόπιση από μία θέση σε άλλη ή η μετακίνηση από έναν τόπο σε άλλο (α. «η μετάβαση από την Αθήνα στον Βόλο» β. «πάλιν εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν μετάβασιν ἑαυτοῡ παρέβαλλε ταῑς βασιλέως ἔαρος μὲν ἐν … Dictionary of Greek
μετεώρισμα — το (ΑΜ μετεώρισμα) [μετεωρίζω] νεοελλ. μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση μσν. 1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα 2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση μσν. αρχ. έπαρση, υπερηφάνεια … Dictionary of Greek
παντουφλάζ — το (κοινων.) διεθνής όρος που σημαίνει την παραίτηση τών δημοσίων υπαλλήλων από τις υπηρεσίες τους και τη μεταπήδησή τους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις … Dictionary of Greek
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
αρματολοί και κλέφτες — Στρατιωτικά σώματα όπου ήταν οργανωμένοι οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Τα πρώτα σώματα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση ήταν των αρματολών. Τα στελέχωσε… … Dictionary of Greek
Βίκινγκς ή Νορμανδοί — Οι κάτοικοι των σκανδιναβικών χωρών που, ως θαλασσοπόροι, πολεμιστές, πειρατές και έμποροι, εξορμούσαν στις θάλασσες και στις ακτές της βόρειας Ευρώπης από τον 7o έως τον 11o αι., φτάνοντας μέχρι την Ισλανδία, τη Γροιλανδία και το Λαμπραντόρ. Οι… … Dictionary of Greek